- διαχύσεις
- διάχυσιςdiffusionfem nom/voc pl (attic epic)διάχυσιςdiffusionfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δευτέριο — Σταθερό ισότοπο του υδρογόνου, που παριστάνεται με το σύμβολο D ή Η2. Το δ. έχει διπλάσια ατομική μάζα από το υδρογόνο, ενώ ο πυρήνας του (δευτόνιο ή δευτερόνιο) αποτελείται από ένα νετρόνιο και από ένα πρωτόνιο, σε αντίθεση με τον πυρήνα του… … Dictionary of Greek
διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… … Dictionary of Greek
διαχυτικός — ή, ό (Α ός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάχυση ή στις διαχύσεις 2. συναισθηματικός, ανοιχτόκαρδος αρχ. ο ικανός για διάχυση* … Dictionary of Greek
ζαχάρωμα — το [ζαχαρώνω] 1. το αποτέλεσμα τού ζαχαρώνω, το κρυστάλλωμα τής ζάχαρης που περιέχεται σε καρπούς ή σε γλυκίσματα 2. μτφ. ερωτικές διαχύσεις, θωπείες … Dictionary of Greek
ζαχαρώνω — [ζάχαρη] 1. παθαίνω κρυστάλλωση τής ζάχαρης που περιέχω, ζαχαριάζω («ζαχάρωσε το σιρόπι») 2. πασπαλίζω κάτι με ζάχαρη ή αναμιγνύω ποτό με ζάχαρη, μελώνω 3. βάζω κάτι μέσα σε ζαχαρωμένο νερό («ζαχάρωσε τα κάστανα») 4. ερωτοτροπώ, κάνω ερωτικές… … Dictionary of Greek
μπαμπαλής — ο 1. άντρας που βρίσκεται σε βαθιά γεράματα, πολύ γέρος 2. γέρος που παρά την ηλικία του επιδίδεται σε ερωτικές διαχύσεις 3. φρ. «ο Αλής και ο μπαμπαλής» άνθρωποι με παρόμοιο χαρακτήρα … Dictionary of Greek
Βακενρόντερ, Βίλχελμ Χάινριχ — (Wilhelm Heinrich Wackenroder, Βερολίνο 1773 – 1798). Γερμανός συγγραφέας. Γόνος πλούσιας οικογένειας, σπούδασε στο Ερλάνγκεν και στο Γκέτινγκεν. Μαζί με τον Τικ, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, επεχείρησε ένα είδος πνευματικού προσκυνήματος σε… … Dictionary of Greek
ιμαζιστές — (imagists). Ομάδα Άγγλων και Αμερικανών ποιητών που έγραψαν τα έργα τους από το 1909 έως το 1917 περίπου. Ανάμεσά τους ήταν ο Έζρα Πάουντ, η Άμι Λόουελ, ο Ρίτσαρντ Άλντινγκτον, ο Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς, η Χίλντα Ντουλίτλ και ο Φρανκ Στιούαρτ… … Dictionary of Greek
διάχυση — η 1. θερμή και έντονη έκφραση συναισθημάτων αγάπης και χαράς: Οι δημόσιες διαχύσεις φέρνουν σε αμηχανία τους άλλους. 2. (φυσ.), «διάχυση υγρών ή αερίων», αμοιβαία διείσδυση του ενός μέσα στο άλλο· «διάχυση φωτός ή θερμότητας», η διασπορά των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαχάρωμα — το, ατος 1. το να γίνει κάτι σαν ζάχαρη. 2. ερωτικές διαχύσεις: Οι αρραβωνιασμένοι άρχισαν τα ζαχαρώματα πάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)